γομάρια

γομάρια
η см. γομάρι 2,1

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "γομάρια" в других словарях:

  • γομαριά — η [γομάρι] φορτίο γαϊδουριού ή αλόγου ή μουλαριού …   Dictionary of Greek

  • γομαριά — η το γαϊδουροφόρτι: Έφερα δυο γομαριές χώμα για τις γλάστρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γομάρια — γομάριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γομάρι — γομάρι, το και γουμάρι, το 1. το φορτίο, το φόρτωμα, η γομαριά: Κουβάλησε πολλά γομάρια ξύλα. 2. ο γάιδαρος: Φόρτωσα τα σακιά στο γομάρι. 3. μτφ., αγενής, αδιάντροπος, αναίσθητος: Το γομάρι δεν είπε ούτε ένα «ευχαριστώ» για την εξυπηρέτηση που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»